- μεσομέρεια
- Όρος που υποδηλώνει την ύπαρξη μιας μέσης μορφής (μεσομερούς) μεταξύ δύο δομών της ίδιας ένωσης, οι οποίες, όμως, μεμονωμένες δεν μπορούν να περιγράψουν την πραγματική δομή του μορίου· ονομάζεται και συντονισμός. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται στις ακόρεστες ενώσεις, στις οποίες απαντάται ένα σχετικά ηλεκτραρνητικό στοιχείο, ικανό να προκαλέσει τη μερική μετατόπιση ενός ζεύγους ηλεκτρονίων. Η μεσομερής μορφή αντιστοιχεί πάντοτε στη χαμηλότερη ενέργεια του μορίου. Η έννοια της μ. προηγήθηκε της έννοιας του συντονισμού, από την οποία απορροφήθηκε βαθμιαία. Οι μεσομερείς μορφές μεταξύ δύο ή περισσότερων δομών ορίζονται ως υβρίδια συντονισμού (χρωστικά). Παράδειγμα μ. αποτελεί το βενζόλιο, στο οποίο υπάρχουν τρεις διπλοί δεσμοί, οι οποίοι όμως δεν εντοπίζονται σε συγκεκριμένα άτομα άνθρακα, γι’ αυτό και το βενζόλιο απεικονίζεται συχνά με έναν δακτύλιο στο κέντρο.
* * *ηχημ. ουσιώδες χαρακτηριστικό ορισμένων χημικών ενώσεων που είναι γνωστό και ως συντονισμός και σύμφωνα με το οποίο η ακριβής δομή τών ενώσεων αυτών δεν είναι δυνατό να περιγραφεί από έναν απλό συντακτικό τύπο αλλά μόνον από συνδυασμό περισσότερων διακεκριμένων εναλλακτικών τύπων.
Dictionary of Greek. 2013.